ἀνασκάπτει

ἀνασκάπτει
ἀνασκάπτω
dig up
pres ind mp 2nd sg
ἀνασκάπτω
dig up
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανασκαφέας — ο αυτός που ανασκάπτει, που ενεργεί ανασκαφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανασκάπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον δημοσιογράφο Ικέσιο Λάτρη] …   Dictionary of Greek

  • γεωρύχος — ο (Α γεωρύχος, ον) (κυρίως για τρωκτικά ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους μέσα σ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + ορύσσω] …   Dictionary of Greek

  • πεδώρυχος — και πεδωρύχος, ον, Α αυτός που ανασκάπτει το έδαφος τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + ώρυχος / ωρύχος (< ὀρυσσω), πρβλ. κατ ώρυχος, χρυσ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • τσάπα — η, Ν 1. (γεωργ τεχνολ.) σκαπτικό εργαλείο αποτελούμενο από λεπίδα κάθετα προσαρμοσμένη σε επιμήκη στειλεό 2. ναυτ. ζωστήρας πλοίου 3. φρ. «περιστροφική τσάπα» περίπλοκο μηχανικό εργαλείο που ανασκάπτει πολλά αυλάκια ενός αγρού ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • υνί — το / ὕνιον, ΝΑ, και γυνί και γενί και υνίο και υννίο Ν [ὕνις] νεοελλ. το τραπεζοειδές αιχμηρό μεταλλικό έλασμα στο άκρο τού αρότρου, που εισδύει στο έδαφος και τό ανασκάπτει 2. παροιμ. «βρήκε η νύφη μας το υνί πίσω από την πόρτα» λέγεται γι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”